Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η τεχνική σχολή

См. также в других словарях:

  • Βίμποργκ — (Vyborg). Πόλη (79.800 κάτ. το 2002) της βορειδυτικής Ρωσίας, στον ομώνυμο κόλπο της Βαλτικής θάλασσας. Υπάγεται διοικητικά στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης. Στην πόλη, που διαθέτει λιμάνι και αποτελεί σημαντικό σιδηροδρομικό κόμβο, υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • Καλατράβα, Σαντιάγκο — (Μπενιμάμετ, Ισπανία 1951 –). Ισπανός αρχιτέκτονας. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1968 69) και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή Αρχιτεκτονικής (1969 74). Αργότερα μετέβη στη Ζυρίχη… …   Dictionary of Greek

  • Κορόλιοφ, Σεργκέι Πάβλοβιτς — (Sergey Pavlovich Korolyov, Ζιτομίρ 1906 – 1966). Ρώσος επιστήμονας, πρωτοπόρος στη σχεδίαση και στην κατασκευή πυραύλων, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Άρχισε να εργάζεται στην αεροπορική βιομηχανία το 1927. Το 1930 αποφοίτησε από την… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Χάινριχ — (Heinrich Weber, Χαϊδελβέργη 1842 – Στρασβούργο 1913). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, τη Λειψία και το Κένιγκσμπεργκ και έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1869), στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1870), στο… …   Dictionary of Greek

  • Γκίεβερ, Άιβαρ — (Ivar Giaever, Μπέργκεν, Νορβηγία 1929 –). Αμερικανός φυσικός, νορβηγικής καταγωγής. Σπούδασε σε ανώτατη τεχνική σχολή στο Τρόνχαϊμ της Νορβηγίας και μετά εργάστηκε στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών στο Όσλο (1953 54). Το 1954 προσελήφθη στην εταιρεία… …   Dictionary of Greek

  • Ζουκόφσκι, Νικολάι Εγκόροβιτς — (Nikolai Egorovich Zhukovski, 1847 – 1921). Ρώσος επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας και στην Αυτοκρατορική Τεχνική Σχολή της ίδιας πόλης. Ειδικός της αεροδυναμικής, ασχολήθηκε με τη θεωρητική μελέτη της ροής γύρω από τα …   Dictionary of Greek

  • Κέλερμαν, Μπέρναρντ — (Bernard Kellerman, 1879 – 1951). Γερμανός μυθιστοριογράφος. Σπούδασε στην Ανώτερη Τεχνική Σχολή του Μονάχου. Τα πρώτα του μυθιστορήματα, το κυριότερο από τα οποία είναι το Γέστερ και Λι (1904), διακρίνονται για το νεορομαντικό τους ύφος. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Κοσίγκιν, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Alexei Nikolayevich Kosygin, Αγία Πετρούπολη 1904 – Μόσχα 1980). Ρώσος πολιτικός, πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ (1964 80). Ήταν γιος εργατών και εργάτης ο ίδιος· σπούδασε στη Συνεργατική Τεχνική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ) και στο… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… …   Dictionary of Greek

  • Λίλιενταλ, Ότο — (Otto Lilienthal, Άνκλαμ 1848 – Ρίνοβ, Βερολίνο 1896). Γερμανός μηχανικός και πρωτοπόρος αεροπόρος. Ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών στη γενέτειρά του και αργότερα φοίτησε στην Τεχνική Σχολή του Πότσνταμ. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές γνώσεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»